δερμοπτερος

δερμοπτερος
    δερμόπτερος
    δερμό-πτερος
    2
    перепончатокрылый
    

(νυκτερίδες Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δερμοπτερος" в других словарях:

  • δερμόπτερος — with membranous wings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερμόπτερος — η, ο (Α δερμόπτερος, ον) όποιος έχει δερματώδη, υμενώδη φτερά, όπως η νυχτερίδα …   Dictionary of Greek

  • δερμόπτερον — δερμόπτερος with membranous wings masc/fem acc sg δερμόπτερος with membranous wings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερμόπτερα — δερμόπτερος with membranous wings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερμόπτεροι — δερμόπτερος with membranous wings masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՇԿԱԹԵՒ — (ի, ից.) NBH 2 0209 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. δερμόπτερος dermoptera, cui membranaculae loco pinnarum sunt. Որոյ թեւքն են ʼի մաշկէ. *Զկէսն հաշկաթեւս անուանեցին, այսինքն զարծուիս. եւ զկէսն մաշկաթեւս, այսինքն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»